ορδυλεύω

ορδυλεύω
ὀρδυλεύω (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μοχθέω».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τη λ. ὄρδ[η]μα «ἡ τολύπη τῶν ἐρίων» και έχει πιθ. προέλθει από ένα αμάρτυρο ουσ. *ὄρδ-υλος / -ύλη (πρβλ. δάκτ-υλος, κόνδ-υλος, κορδ-ύλη). Για τη σημ. «μοχθώ» τού ρ. πρβλ. τολυπεύω «μοχθώ, ταλαιπωρούμαι» (< τολύπη*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὠρδυλευσάμην — ὀρδυλεύω aor ind mid 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”